Η Καλή Βρύση είναι χωριό του δήμου Προσοτσάνης του νομού Δράμας στην Ανατολική Μακεδονία. Σύμφωνα με τα στοιχεία απογραφής του 2021 ο πληθυσμός της Καλής Βρύσης ανέρχεται στους 555 κατοίκους.
Η Καλή Βρύση είναι κτισμένη 23 χλμ. βορειοδυτικά της Δράμας, στις υπώρειες του Μενοίκιου Όρους και στη δυτική πλευρά της πεδιάδας της Προσοτσάνης. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων της Καλής Βρύσης σχετίζονται με τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία και την εξόρυξη μαρμάρων. Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα.
Στην ευρύτερη περιοχή έχουν ανακαλυφθεί αρχαιότητες που χρονολογούνται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, το ιερό του Διονύσου του 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και ρωμαϊκές επιγραφές. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1890 στο χωριό (το οποίο ήταν γνωστό ως Γκόρνιτσα) λειτουργούσε ελληνικό σχολείο με 80 μαθητές, ενώ γύρω στο 1905 αναφέρεται από τον Έλληνα σχολικό επιθεωρητή Γ. Χατζηκυριακού ως ένας αποκλειστικά χριστιανικός οικισμός με 120 σπίτια. Την ίδια περίοδο αναφέρεται πως περίπου το 1/3 των κατοίκων είχε προσχωρήσει (για διάφορους λόγους) στη βουλγαρική Εξαρχία. Παράλληλα, το χωριό έγινε στόχος Βούλγαρων κομιτατζήδων, οι οποίοι σκότωσαν το 1905 τον πρόεδρο του χωριού, Δημήτριο Μάρτζιο και το επόμενο έτος τον μακεδονομάχο ιερέα Ιωάννη Παπαεμμανουήλ ή Παπαοικονόμου. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί κάτοικοι της Γκόρνιτσας, όπως ο Ιωάννης Μάρτζιος, ο Βασίλειος Κάλλιας, η οικογένεια Λιόκα κλπ έδρασαν ως αντάρτες ή πράκτορες του Μακεδονικού Κομιτάτου. Το χωριό, όπως και ο υπόλοιπος νομός Δράμας, περιήλθε στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν σε αυτό Έλληνες πρόσφυγες από τις περιοχές της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ενώ το 1927 μετονομάστηκε σε Καλή Βρύση. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το χωριό περιήλθε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία. Στα τέλη του 1941, οι βουλγαρικές δυνάμεις Κατοχής προχώρησαν στην εκτέλεση 12 κατοίκων στο πλαίσιο αντιποίνων για την εξέγερση της Δράμας. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονταν και οι βετεράνοι του Μακεδονικού Αγώνα, Β. Κάλλιας και Ι. Λιάκος.
Στην Καλή Βρύση Δράμας το τριήμερο 6,7 και 8 Ιανουαρίου λαμβάνουν χώρα τα «Μπαμπούγερα», ένα αρχαίο μακεδονικό έθιμο με διονυσιακές ρίζες. Οι άντρες μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζωσμένοι με βαριά κουδούνια, με σακίδιο στάχτης που κρατούν στο χέρι χτυπούν τον κόσμο για να ξορκίσουν το κακό. Η μάσκα που φορούν γίνεται από δέρματα ζώων, έχει τη μορφή τράγου, που συμβολίζει τη δύναμη για ζωή. Επίσης, τα κουδούνια που ζώνονται στη μέση βγάζουν έναν ήχο για να ξυπνήσουν τη φύση. τα μπαμπούγερα, κατά την εποχή του Διόνυσου, ήταν σάτυροι, ακόλουθοι του θεού, που γλεντούσαν σε μια ζωή ανέμελη γεμάτη κρασί και χορό.
Το έθιμο της κούπας τηρείται στην Καλή Βρύση την Κυριακή της Τυρινής. Σύμφωνα με αυτό, στην κεντρική πλατεία έχει στηθεί η κούπα, δηλαδή ένας πολύ ψηλός σωρός από κλαδιά που αποτελεί το κεντρικό σημείο του εθίμου, γύρω από το οποίο οι συμμετέχοντες χορεύουν και τραγουδούν κρατώντας δάδες, με τις οποίες ανάβουν την κούπα. Στο άναμμα της κούπας ακούγονται παραδοσιακά μουσικά όργανα της περιοχής, όπως η γκάιντα και ο νταχαρές.
Την Πέμπτη της Διακαινησίμου εβδομάδας, τελείται στο χωριό λιτανεία στην οποία εκτός από πεζούς λαμβάνουν μέρος και ιππείς.
Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος Βούλτσος